- φέναξ
- -ακος, ὁ και ἡ, Α1. (ως ουσ. και ως επίθ.) φενακιστής, απατεώνας (α. «ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ», Αριστοφ.β. «λόγον οὐ φένακα», Φίλ.)2. κωμική ονομασία τού πτηνού φοῑνιξ*3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Φένακες·(στην Αθήνα) δαίμονες τής απάτης, στους οποίους απηύθυναν προσευχές όσοι επιδίωκαν να εξαπατήσουν κάποιον με την πειθώ ή τον δόλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. τού καθημερινού λεξιλογίου η οποία εμφανίζει το επίθημα -αξ, που απαντά και σε άλλους τ. τής καθημερινής γλώσσας και τής γλώσσας τών κωμικών ποιητών (πρβλ. πλούτ-αξ, στόμφ-αξ, σύρφ-αξ). Η λ. φέναξ και η οικογένειά της εκφράζουν τη γενικότερη έννοια τής εξαπάτησης, τής ψευδούς, απατηλής εντύπωσης που δίνει κάτι που φαίνεται αλλά δεν είναι αληθινό (πρβλ. φενακίζω, φενάκη). Με βάση τη σημ. αυτή έχει προταθεί η αναγωγή τού τ. στο ρ. φαίνομαι και η θεώρηση του ως διαφορετικής γρφ. ενός τ. φαίναξ—ο οποίος απαντά μόνο ως ανθρωπωνύμιο πιθ. ήδη και στη Μυκηναϊκή στον τ. δοτ. panaki (ο τ. φαίναξ* με σημ. «σελήνη» είναι μτγν.)— με μία σύγχυση στην προφορά τών -αι- και -ε-, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη και αναμενόμενη για έναν τ. τής καθημερινής γλώσσας. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, λόγω τού ότι δεν είναι εύκολο να καθοριστεί η αρχαιότητα της σύμπτωσης στην προφορά τών -αι- και -ε-].
Dictionary of Greek. 2013.